- πρυμίζω
- μετ. плыть с попутным ветром;§ τα πρύμισε а) он удрал, улизнул, смылся; б) он пошёл на попятный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρυμίζω — Ν [πρύμη] 1. στρέφω την πρύμνη τού πλοίου προς τον άνεμο, πλέω με ούριο άνεμο, ουρίζω 2. μτφ. φεύγω γρήγορα («τά πρύμισε για το χωριό») 3. φρ. «τα πρύμισε» άλλαζε γνώμη, τά έστριψε … Dictionary of Greek
πρυμίζω — ισα 1. στρέφω την πρύμη στον άνεμο, πλέω με ευνοϊκό άνεμο. 2. φεύγω γρήγορα, υπαναχωρώ, αλλ. τα μαζεύω, στρίβω: Τα πρύμισα (δηλ. έφυγα, το έστριψα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πρύμισμα — και πρύμνισμα, το, Ν [πρυμίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πρυμίζω, στροφή τού πλοίου με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει την πρύμνη του προς τον άνεμο και να ουριοδρομεί, το επούρισμα … Dictionary of Greek
πρύμνη — και πρύμνα, η, ΝΜΑ, και πρύμη Ν 1. το πίσω μέρος τού πλοίου όπου βρίσκεται το πηδάλιο (α. «τρέμει στην πρύμνη η κόρη καθισμένη», Σολωμ. β. «ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας», ΚΔ) 2. (κατ επέκτ.) ολόκληρο το οπίσθιο τμήμα τού καταστρώματος 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
πρύμισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του πρυμίζω, το γύρισμα της πρύμης του πλοίου κόντρα στον άνεμο, φυγή, υπαναχώρηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)